- μεταμφιέζω
- (ΑΜ μεταμφιέζω και μεταμφιάζω)1. αλλάζω το ένδυμα κάποιου, ντύνω κάποιον με άλλο ένδυμα («μεταμφιέσασα τὸν μὲν Κροῑσον ἠνάγκασε τὴν οἰκέτου... σκευὴν ἀναλαβεῑν», Λουκιαν.)2. μέσ. μτφ. μεταμορφώνομαι, αλλάζω τη μορφή μου με άλλη («ἀποδυσάμενος τὸν Πυθαγόραν τίνα μετημφιάσω μετ' αὐτόν;», Λουκιαν.)νεοελλ.1. αλλάζω την αμφίεση κάποιου για να μεταμορφωθεί και να μην αναγνωριστεί2. μέσ. μεταμφιέζομαιμεταμορφώνομαι, μασκαρεύομαι3. (το αρσ. και θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ο μεταμφιεσμένος, η μεταμφιεσμένηπροσωπιδοφόρος, μασκαράς τής Αποκριάςμσν.1. ντύνω κάποιον με το ένδυμα τού μοναχού και τού αλλάζω το κοσμικό όνομα2. μέσ. αλλάζω χαρακτήρααρχ.μτφ. μεταβάλλω.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἀμφιάζω και ἀμφιέζω «ντύνω»].
Dictionary of Greek. 2013.